- οὐλαμηφόρος
- οὐλᾰμ-ηφόρος, ον,A bringing an army, warlike,
πεῦκαι Lyc.32
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεῦκαι Lyc.32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουλαμηφόρος — οὐλαμηφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει ουλαμό, δηλ. στρατό, πολεμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + συνδετικό φωνήεν η + φόρος*] … Dictionary of Greek
οὐλαμηφόροις — οὐλαμηφόρος bringing an army masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek